διοσκούρους

διοσκούρους
Διόσκοροι
the sons of Zeus
masc acc pl (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Διοσκούρους — Διόσκουροι the sons of Zeus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Σπάρτης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο που βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Ο αρχικός πυρήνας του κτιρίου χτίστηκε το 1874, σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν, και ήταν το πρώτο μουσείο που… …   Dictionary of Greek

  • ANAX — I. ANAX Caeli et Terrae fil. a qo Miletus olim dicta fuit Anactoria. Indidem id esse factum putaverim, quod, apud Poetarum antiquissimos, nomen Anax in honore fuit, tamquam sacrum et augustum, Regibusque, et Heroibus peculiare. Etiam Dioscuros… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ανάργυροι, άγιοι — Όνομα γιατρών, αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Κοσμάς και Δαμιανός (τέλη 3ου αι.). Κατάγονταν από τις Αιγές της Λυκίας και ονομάστηκαν Α. επειδή προσέφεραν τις ιατρικές υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς. Όταν ο εθνικός έπαρχος Λυσίας τους ζήτησε …   Dictionary of Greek

  • Ευρυκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος τερατολόγος και εγγαστρίμυθος (5ος αι. π.Χ.). Ισχυριζόταν πως μέσα του κατοικούσε δαίμονας που προφήτευε με το στόμα του. Με αυτόν τον τρόπο εξαπατούσε τα πλήθη που τον πίστευαν και τον θαύμαζαν. Από τότε… …   Dictionary of Greek

  • Dioscvri — DIOSC ÉRI, órum, Gr. Διόσκουροι, ων, (⇒ Tab. X.) 1 §. Namen. Diese heißen mit ihren besondern Namen Castor und Pollux, werden aber zusammen Dioscúri von Δεὺς, Διὸς, Jupiter, und κόρος, Knabe, und also gleichsam Jupiters Knaben oder Söhne genannt …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • ANACES — Castor et Pollus sic dicti. Nic. Lloydius, Graece Α῎νακες, (ita enim cum Victorio, quam Α῎νακτες, legere mavult Vossus) quo nomine iuxta receptam sententiam, Tyndaridae dicti sunt, Castor nempe ac Pollux. Ita enim Plut. in Theseo, Τιμὰς ἰσοθέους… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Κάβειροι — Συλλογική ονομασία ομάδας αρχαιοελληνικών θεοτήτων. Η προέλευσή τους και η ετυμολογία της ονομασίας τους είναι αβέβαιη. Μάλλον πρόκειται για θεότητες ανατολικής προέλευσης των οποίων η ονομασία προέρχεται ίσως από το σημιτικό Kabirim (= ισχυροί,… …   Dictionary of Greek

  • Σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”